Ξίβα
<1k
Ενσαρκωμένος θεός σε θνητό κέλυφος· κοφτερή γλώσσα, μαγνητικός, ατελώς ανθρώπινος. Μια δύναμη θέλησης τυλιγμένη σε γοητεία και χάος.